επιστροφή
ΧΑΡΑΚΙΡΙ
XARAKIRI


Σκηνοθεσία: Μασάκι Κομπαγιάσι
Σενάριο: Σινόμπου Χασιμότο από μυθ. του Γιασουχίκο Τακογκούτσι
Ηθοποιοί: Τατσούγια Νακαντάι, Σίμα Ιβασίτα, Ακίρα Ισιχάμα, Γιοσίο Ινάμπα, Μασάο Μισίμπα
Φωτογραφία: Γιόσιο Μιγιαζίμα
Μουσική: Τόρου Τακεμίτσου
Χώρα: Ιαπωνία (Ασπρόμαυρη)
Διάρκεια: 135΄

Βραβεία: Ειδικό Βραβείο Φεστιβάλ Καννών 1963

Πρώτη προβολή: Ώρα 8.00 μ.μ.
Δεύτερη προβολή: Ώρα 10.40 μ.μ.

Απομυθοποίηση του κώδικα των σαμουράι μέσα από μια αριστουργηματική, που αγγίζει τα όρια της τραγωδίας, ταινία, που προβάλλεται για πρώτη φορά στη χώρα μας.

-Κινηματογράφος ιδεών και συναισθημάτων
-Συναρπαστικές σκηνές δράσης και εκθαμβωτικά κάδρα

Χρειάστηκε να περάσουν 43 χρόνια για να φτάσει σε μας αυτό το “Χαρακίρι” του Μασάκι Κομπαγιάσι, ένα από τα μεγάλα, εικαστικά λαμπρό, γυρισμένο σ’ όλη την ομορφιά του μαυρόασπρου σινεμασκόπ, αριστουργήματα του ιαπωνικού κινηματογράφου, από τις πιο συγκλονιστικές αντιμιλιταριστικές ταινίες που μας έδωσε η έβδομη τέχνη.

Βρισκόμαστε στην Ιαπωνία του 17ου αιώνα, όταν με απόφαση ενός παντοδύναμου Σογκούν διαλύονται οι περιφερειακές ομάδες σαμουράι, με αποτέλεσμα πολλοί να βρεθούν χωρίς δουλειά και να περιφέρονται ως άνεργοι σαμουράι, γνωστοί ως Ρόνιν, ώσπου, εξευτελισμένοι, οδηγημένοι στην εξαθλίωση και τη φτώχεια, να οδηγούνται στην αυτοκτονία κάνοντας χαρακίρι - ανοίγοντας δηλαδή την κοιλιά τους με το σπαθί τους από τη μια άκρη ως την άλλη ενώ ένας βοηθός τους αποκεφαλίζει. Στις πρώτες σκηνές της ταινίας παρακολουθούμε έναν απ’ αυτούς, τον νεαρό Μοτόμε, να φτάνει για βοήθεια στον οίκο του άρχοντα Ίγι, όπου τον αναγκάζουν να κάνει ένα φριχτό χαρακίρι, μ’ ένα σπαθί από μπαμπού, μια και η φτώχεια τον είχε οδηγήσει στο να πουλήσει το πραγματικό, μεταλλικό σπαθί του. Σκηνή που τελειώνει με τον Μοτόμε, έχοντας προσπαθήσει απελπισμένα να σκίσει την κοιλιά του, να παρακαλεί άδικα τους αδιάφορους παρόντες να τον σκοτώσουν και να κόβει τελικά τη γλώσσα του πριν τον αποκεφαλίσουν, σε μία από τις πιο ωμές σκηνές που μας έχει δώσει ο κινηματογράφος.
Λίγο αργότερα ένας πιο ηλικιωμένος σαμουράι, ο Χανσίρο, καταφτάνει στον οίκο των Ιγι, ζητώντας να κάνει χαρακίρι. Μόνο που ζητεί πιο πριν να του επιτρέψουν να τους αφηγηθεί την ιστορία του. Μέσα από διάφορα φλας μπακ μαθαίνουμε πως ο Μοτόμε ήταν γαμπρός του κι η φτώχεια μαζί με την αρρώστια του παιδιού και της γυναίκας του τον οδήγησαν στον άρχοντα Ίγι για βοήθεια, που κατέληξε στο φριχτό θάνατό του. Ο μαρξιστής Κομπαγιάσι, δημιουργός της εκπληκτικής οκτάωρης τριλογίας “Η ανθρώπινη κατάσταση” (1958-1961), μιας συγκλονιστικής καταγγελίας των ιαπωνικών εγκλημάτων του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, θέλησε εδώ να καυτηριάσει μια συγκεκριμένη κοινωνική τάξη, καταγγέλλοντας έναν απαράδεκτο κώδικα τιμής, το ίδιο άδειο όπως η άδεια πανοπλία - ιερό είδωλο ενός θεού στον οποίο προσεύχονται οι άρχοντες του οίκου των Ίγι. Αξίζει να αναφέρω πως ο Κομπαγιάσι είναι από τους σπάνιους εκείνους σκηνοθέτες που καταγγέλλουν τον κώδικα τιμής των σαμουράι αντίθετα με άλλους (μαζί και τους Κουροσάβα και Μιζογκούτσι) που τον εξυμνούν.
Ο Κομπαγιάσι αφηγείται την ιστορία με τρόπο τελετουργικό, επιλέγοντας στο πρώτο μέρος πλάνα ακίνητα και μια αργή αφήγηση, προχωρώντας σταδιακά σε σκηνές πιο γρήγορες, που αποκαλύπτουν, ανατρέπουν και απομυθοποιούν πρόσωπα και καταστάσεις, αναλύοντας τους λόγους που οδηγούν τους δυο σαμουράι στο χαρακίρι, χρησιμοποιώντας ενδιάμεσα ξεσπάσματα δράσης, για να καταλήξει στην τελική, εκπληκτική σύγκρουση, που σφραγίζει με τρόπο υπέροχο την επίθεσή του. Επίθεση ενάντια σ’ ένα φεουδαρχικό σύστημα και μια φιλοσοφία, εκείνη του κώδικα τιμής των σαμουράι, βασισμένη στο μιλιταριστικό πνεύμα μιας ολόκληρης εποχής. Σε μία από τις καλύτερες σκηνές της ταινίας, ο Χανσίρο, καθισμένος στη μέση της αίθουσας, πετά τις κοτσίδες που έκοψε από τους τρεις σαμουράι, βασικούς υπεύθυνους για το φριχτό θάνατο του Μοτόμε - κόψιμο των κοτσίδων που για ένα σαμουράι θεωρείται ο ύστατος εξευτελισμός. Οι σκηνές της “εξέγερσης” του Χανσίρο, που σκοτώνει αρκετούς από τους σαμουράι του άρχοντα και καταστρέφει το ιερό είδωλο των σαμουράι πριν ο ίδιος κάνει το δικό του θριαμβευτικό χαρακίρι (μια και με το θάνατο των άλλων μελών της οικογένειάς του δεν έχει πια λόγο να ζει), είναι από τις πιο αιματηρές, μαζί και πιο συγκλονιστικές, σκηνές που έχουμε δει στον παγκόσμιο κινηματογράφο, σκηνές που μέχρι σήμερα δεν έχουν ξεπεραστεί.
Ν.Φ. ΜΙΚΕΛΙΔΗΣ
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 14/1/05

Αν θέλετε να δείτε πού “ακουμπάει” η σημερινή δεξιοτεχνία των Κινέζων σκηνοθετών -“Τίγρης και δράκος”, “Ιπτάμενα στιλέτα” κ.ά. - δείτε το “Χαρακίρι”. Ένα ασπρόμαυρο, τραγικό κομψοτέχνημα - παραγωγής 1964 - για τον άνθρωπο, τη φύση, την κοινωνία και την ιστορία. Μια “σχέση” που από αρχαιοτάτων χρόνων, μέχρι σήμερα συνεχίζει να γράφεται με αίμα! Ένα φιλμ που παρά τα 40 χρόνια του δεν έχει ούτε μια ρυτίδα.
Παρά το γεγονός ότι το φιλμ βασίζεται σε βιβλίο του Γιοσουχίκο Τακιγκούτσι, το “Χαρακίρι” αποτελεί, ίσως, την πιο αγνή, καθαρή απόσταξη του πνεύματος της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας στον Κινηματογράφο και “συναντά” τον ψυχισμό των έργων του Ντοστογιέφσκι. Ένας κινηματογράφος ιδεών - κάτι που έχει “ξεχαστεί” στις μέρες μας - που μπολιάζεται αριστοτεχνικά με βαθιά συναισθήματα, συναρπαστικές σκηνές δράσης και εκθαμβωτικά κάδρα.
Η δράση της ταινίας μας μεταφέρει στην Ιαπωνία του 17ου αιώνα, όπου η συγκεντρωτική εξουσία οδηγεί στην απελπισία τους Σαμουράι και τους αναγκάζει να γίνουν Ρόνιν - δηλαδή περιφερόμενοι Σαμουράι χωρίς αφέντη. Κάτι που θεωρείται ξεπεσμός, με αποτέλεσμα πολλοί από αυτούς να θέλουν να πραγματοποιήσουν χαρακίρι. Ο ήρωας, όμως της ταινίας του Κομπαγιάσι αποτελεί εξαίρεση, καθώς το μόνο που ζητά είναι εκδίκηση από μια από τις πιο σκληροπυρηνικές, μιλιταριστικές ομάδες των Σαμουράι. Και θα την πάρει με τον πιο σκληρό και αιματοβαμμένο τρόπο.
Ένας πολιτισμός γεμάτος πάθος και αίμα - η πορεία, ουσιαστικά, της ανθρώπινης φυλής στη γη... - γίνεται από τον Μασάκι Κομπαγιάσι μια καθαρόαιμη τραγωδία. Μέσα από πλάνα αισθητικής τελειότητας που δεν συναρπάζουν μόνο για την εικαστική ομορφιά τους, αλλά είναι γεμάτα σημειολογικές αναφορές, έχουμε ένα τραγικό φιλμ για το “είναι” και το “φαίνεσθαι” της εκδίκησης. Ένα φιλμ γεμάτο οργή απέναντι σε κάθε μορφή μιλιταρισμού, σε πολιτικά συστήματα και σε απόψεις που στις ημέρες μας έχουν εξαφανίσει ακόμα και τη σκέψη για μια ουμανιστική προσέγγιση του μέλλοντος.
Π. ΚΑΓΙΟΣ
ΝΕΑ 14/1/05

Για τον Κομπαγιάσι, όπως και για αρκετούς άλλους Γιαπωνέζους σκηνοθέτες, η Ιστορία της χώρας του αποτελεί ένα ασφαλές και ακίνδυνο πλαίσιο, μέσα από το οποίο μπορεί να αναζητήσει την απάντηση στο ερώτημα “Τι σημαίνει να είσαι Ιάπωνας;” μέσω του οποίου μπορεί να ασκήσει την κριτική του στην κοινωνία της πατρίδας του. Και το "Χαρακίρι" είναι μια αιτιοκρατική απεικόνιση της ιστορικής Ιαπωνίας. Η δράση του τοποθετείται στα 1630, εποχή που οι Τοκουγκάβα βρίσκονται στην εξουσία εδώ και 27 χρόνια. Πρόκειται για μια περίοδο ειρήνης, στην οποία η δύναμη της δυναστείας έχει σταθεροποιηθεί με τη διάλυση των διαφόρων Οίκων και τη δήμευση της γης των μέχρι πρότινος αντιπάλων φεουδαρχών.
Αυτή τη συγκεκριμένη εποχή, ο Τσουγκούμο, ένας άστεγος, χωρίς κύριο και δικαιώματα σαμουράι, φτάνει στον Οίκο των Ίγι και ζητάει από τους άρχοντες την άδεια να του επιτρέψουν να πεθάνει με τον τελετουργικό τρόπο που του αρμόζει: το χαρακίρι. Ο σκοπός του, ωστόσο, είναι διαφορετικός: θέλει να εκδικηθεί το θάνατο του νεαρού γαμπρού του. Μέσα από τις αφηγήσεις του προς τα μέλη του Οίκου, ο Κομπαγιάσι εικονογραφεί τις συνθήκες που τον οδήγησαν στην τωρινή του κατάσταση, αλλά και εκθέτει όλο το μεγαλείο των σαμουράι. Ο ήρωάς του όμως δεν παύει να αποτελεί μια τραγική μεγαλόπρεπη μορφή, γιατί είναι ένας άνδρας που αδυνατεί να κατανοήσει την ιστορική εξέλιξη.
Η ταινία, μέσα από τις έντονες αντιθέσεις του μαύρου και του άσπρου, τις άκαμπτες και ασκητικά γεωμετρικές συνθέσεις των πλάνων, φορμαλιστικές και ψυχρές ταυτόχρονα, τις ρεαλιστικές σκηνές μάχης, που στηρίζονται στον κλασικό χορό και το παραδοσιακό δράμα του Καμπούκι, με τις υπερβολικά στυλιζαρισμένες αλλά και σταθερές κινήσεις, εκφράζει την ίδια στιγμή μια πολλαπλότητα νοημάτων: την υπόσταση του σαμουράι, την προσήλωσή του στις αντιθετικές έννοιες του καθήκοντος και της προσωπικής επιλογής, τον καταναγκαστικό θεσμό της αυτοκτονίας και την υποκρισία των επιταγών του κλαν, μιας ταξικής δομής στην οποία οι έννοιες της ηθικής και της δικαιοσύνης είναι άγνωστες. Και ο σκηνοθέτης υποστηρίζει ότι η συνείδηση του ατόμου και η δύναμή του ως ανθρώπινο ον, υπερισχύουν των αξιών της νοοτροπίας του κλαν και του αφαιρεί το δικαίωμα να ρυθμίζει τη ζωή των ανθρώπων, ακόμα κι όταν αυτοί έχουν χάσει όλη τους τη δύναμη.

ΜΑΣΑΚΙ ΚΟΜΠΑΓΙΑΣΙ
Γεννήθηκε στην Οτάρου το 1916. Σπούδασε φιλοσοφία, εργάστηκε στην κινηματογραφική εταιρεία Σοσίκου, πήγε στρατιώτης στη Μαντσουρία, πιάστηκε αιχμάλωτος κι όταν ξαναγύρισε το 1946 δούλεψε ως βοηθός σκηνοθέτη του Κινοσίτα. Το 1952 σκηνοθετεί την πρώτη του ταινία “Η νιότη του γιου”, ένα κοινωνικό δράμα, που το ακολουθούν “Η ειλικρινής καρδιά”, “Το σπίτι με τους χοντρούς τοίχους” (1953), για τους εγκληματίες πολέμου, “Κάπου κάτω απ’ τον απέραντο ουρανό” (1954), “Υπέροχες μέρες” (1955), “Θα σε αγοράσω” (1956), με θέμα την πορνεία γύρω από τ’ αμερικανικά στρατόπεδα και “Το μαύρο ποτάμι” (1975).
Ο Κομπαγιάσι με την κοινωνική κριτική που ασκεί και την ουμανιστική προβληματική του πλησιάζει πολύ τον Κουροσάβα, το έργο του όμως είναι πιο πολιτικοποιημένο. Θα γίνει ευρύτερα γνωστός με την “Ανθρώπινη μοίρα” (1959-61) ένα έργο-ποταμό 9 1/2 ωρών κι ύστερα από την “Πικρή αγάπη” (1962) θα ξαναέρθει στο προσκήνιο με το “Χαρακίρι” (1963). Στο ίδιο ύφος είναι και οι ταινίες “Κβαϊντάν" (1965) και “Εξέγερση" (1967), ενώ στη “Νιότη της Ιαπωνίας” (1968) θίγει τον πόλεμο του Βιετνάμ. Ο Κομπαγιάσι γύρισε ακόμα τις ταινίες: “Το πανδοχείο του κακού” (1970), “Καζέκι” (1975), “Μογιούρου Άκι" (1978), “Η δίκη του Τόκιο” (1983), και το “Άδειο τραπέζι” (1985).