επιστροφή
ΜΕΡΕΣ ΟΡΓΗΣ
VREDENS DAG


Σκηνοθεσία: Καρλ Ντράγιερ
Σενάριο: Καρλ Ντράγιερ, Μόγκενς Σκοτ-Χάνσεν, Πωλ Κνούντσεν από θεατρ. Βιρς Γιένσεν
Ηθοποιοί: Τόρκιλντ Ροζ, Σίγκριντ Νέγενταμ Λίζμπεθ Μόβιν, Πρέμπεν Λέρντορφ
Φωτογραφία: Καρλ Άντερσον
Μουσική: Πουλ Σίρμπεκ
Χώρα: Δανία (Ασπρόμαυρη)
Διάρκεια: 105΄

Πρώτη προβολή: Ώρα 8.15 μ.μ.
Δεύτερη προβολή: Ώρα 10.30 μ.μ.

Η λέξη αριστούργημα είναι πολύ πεζή για να περιγράψει το δραματικό μεγαλείο, τη δύναμη και την εικαστική τελειότητα αυτής της φιλμικής καντάτας, που ο Ντράγιερ γύρισε στην κατεχόμενη από τους Ναζί Δανία.

Στην αρχή του 17ου αιώνα, η Άννα, κόρη μάγισσας, παντρεμένη μ’ ένα μεγαλύτερο σε ηλικία πάστορα, γίνεται ερωμένη του γιου του. Ο άνδρας της πεθαίνει όταν μαθαίνει την αλήθεια και η πεθερά της που ποτέ δεν ενέκρινε αυτόν το γάμο, την καταδίδει ως μάγισσα. Όπως και σε άλλα έργα του, το θεματικό υλικό το δίνει ένα θεατρικό έργο που ο Ντράγιερ προσεγγίζει καθαρά κινηματογραφικά, αφαιρώντας οποιοδήποτε περιττό σημείο που θα μας απομάκρυνε από την κεντρική ιδέα. Τα πλάνα θυμίζουν πίνακες της φλαμανδικής σχολής, δεν πρόκειται όμως για άψυχα ταμπλώ - βιβάν, αλλά για μια επιστροφή στην εποχή του βωβού, όπου η εικόνα ήταν το κατεξοχήν εκφραστικό μέσο της φιλμικής γραφής: “Προσπάθησα στις “Μέρες οργής” να δώσω απλώς στην εικόνα τη θέση που θα έπρεπε να ξαναβρεί, τίποτα περισσότερο, λέει ο σκηνοθέτης. Ο φωτογράφος μου κι εγώ συμφωνήσαμε να δώσουμε στις εικόνες απαλούς γκρίζους και σκοτεινούς τόνους, όπως ταίριαζε στη δράση και στην εποχή... Η δράση και το περιβάλλον της ταινίας προϋποθέτουν επίσης ένα αργό ρυθμό, αλλά αυτό εξυπηρετεί και άλλους σκοπούς: αφενός να υπογραμμίσει τον αργό παλμό του αφτιού και αφετέρου να τονίσει και να δυναμώσει το μνημιακό στοιχείο, που ο συγγραφέας είχε υπόψη του στο θεατρικό έργο κι εγώ προσπάθησα να μεταφέρω στην ταινία”.
Οι “Μέρες οργής” προεκτείνουν τον προβληματισμό του "Πάθους της Ζαν ντ’ Αρκ" γύρω από το σκοταδισμό και τη μισαλλοδοξία, αυτή τη φορά όμως ο Ντράγιερ ενδιαφέρεται περισσότερο να σκιαγραφήσει το κοινωνικό πλαίσιο και την ψυχοσύνθεση μιας συγκεκριμένης κλειστής κοινωνίας, που ευθύνεται για κάθε πράξη των ηρώων. Το μεταφυσικό στοιχείο, χωρίς ν’ απουσιάζει τελείως, δίνει τη θέση του σ’ αυτό που ο Μπρεχτ ονομάζει κοινωνικό gestus, δηλαδή την καταγραφή των κοινωνικών χειρονομιών, εκφράσεων και ιδεολογικών προκαταλήψεων που ερμηνεύουν τη συμπεριφορά των ηρώων και δίνουν το στίγμα μιας εποχής κι ενός κοινωνικού χώρου. Τα πάντα λοιπόν στην ταινία, ακόμα και η τελική πίστη της ηρωίδας ότι είναι μάγισσα, πηγάζουν από το αυστηρό, καταπιεστικό και ιεραρχημένο περιβάλλον, όπου ο φόβος, η ανασφάλεια, οι ενοχές, η ψυχρότητα ενός συζύγου, η δειλία ενός εραστή, η κακία μιας πεθεράς, οδηγούν την Άννα όχι ακριβώς στην παραφροσύνη, αλλά στην υιοθέτηση μιας παθητικής και αυτοκαταστροφικής αντίστασης, ενάντια σε μια τάξη πραγμάτων που είναι πανίσχυρη.
Τούτη η απαισιοδοξία της ταινίας έκανε τον Ζαν Σεμολυέ να γράψει ότι “Οι Μέρες οργής είναι το πιο αρχοντικά απελπισμένο έργο του κινηματογράφου. Η αρχοντιά του όμως δεν πηγάζει μόνο από το βάρος που έχουν τα προβλήματα που θέτει και από το βαθύ ανθρωπισμό με τον οποίο αντιμετωπίζει τα πρόσωπα, δίνεται κυρίως από το ύφος. Αυτό το σύμπαν το βασανισμένο, το σφιγμένο, το δαιμονικό, μετατρέπεται κάθε στιγμή σε καθαρή ομορφιά, σε μουσικό και αρχιτεκτονικό ρυθμό. Οι “Μέρες οργής “αποτυπώνεται στη μνήμη ως ταινία του καθαρού λευκού και του καθαρού μαύρου. Η φωτογραφία είναι πάντα ολοκάθαρη και κυριαρχούν οι φωτισμοί από πίσω, όπως στους πίνακες των Ολλανδών ζωγράφων. Φως καθαρό και σκληρό, αλλά και ανησυχητικό, σχεδόν κακοποιό, όπως τα μάτια της Άννας”.
Έκδοση Studio 1986